σκύθης

σκύθης
Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας από τη Σκυθία. Σύμφωνα με την παράδοση αναχωρώντας ο Ηρακλής, άφησε εντολή να βασιλεύσει στη χώρα εκείνος από τους τρεις γιους του (Αγάθυρσο, Γελωνό και Σ.), ο οποίος θα κατόρθωνε να τεντώσει το τόξο του. Το κατόρθωμα αυτό πραγματοποίησε ο Σ. και έγινε έτσι βασιλιάς και επώνυμος της χώρας Σκυθίας.
* * *
ο, θηλ. σκύθαινα, ΝΑ [Σκυθία]
ως κύριο όν. ο Σκύθης, η Σκύθαινα
αυτός που καταγόταν από τη Σκυθία ή που κατοικούσε σ' αυτήν
αρχ.
1. (στην Αθήνα) ονομασία τών αστυνομικών υπηρετών ή κλητήρων, επειδή ήταν κυρίως Σκύθες δούλοι
2. ιππέας τοξότης
3. μτφ. άνθρωπος τραχύς, άξεστος
4. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σκυθία, σκυθικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σκύθης — rude masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύθαι — Σκύθης rude masc nom/voc pl Σκύθᾱͅ , Σκύθης rude masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ραδαγαΐσιος — Σκύθης στρατηλάτης και, κατά άλλη παράδοση, βασιλιάς των Γότθων, που άκμασε τον 4o αι. Το 406, αφού συγκέντρωσε στρατό 200.000 αντρών, οργάνωσε εκστρατεία στην Ιταλία και έφτασε να απειλήσει τη Ρώμη. Αλλά ο Στιλίχων, αφού εξασφάλισε τη συμμαχία… …   Dictionary of Greek

  • Τόξαρις — Σκύθης σοφός, που έζησε στην Αθήνα στα χρόνια του Σόλωνα. Αναφέρεται πως υπήρχε ηρώο του στον δρόμο που οδηγούσε στην Ακαδημία. Ο Λουκιανός έγραψε διάλογο που τον έχει για κύριο πρόσωπο. Μετά τον θάνατό του, οι Αθηναίοι τον τιμούσαν με θυσίες και …   Dictionary of Greek

  • Σκυθέων — Σκύθης rude masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυθῶν — Σκύθης rude masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύθαις — Σκύθης rude masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύθαισι — Σκύθης rude masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύθαισιν — Σκύθης rude masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύθεα — Σκύθης rude masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”